«Η ζωή κάνει κύκλους», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας έμπορος καυσόξυλων θέλοντας να περιγράψει την αυξανόμενη ζήτηση που παρατηρείται ακόμη και στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.
Στη χρήση των παραδοσιακών τρόπων θέρμανσης, όπως το τζάκι και η ξυλόσομπα, στρέφονται όλο και περισσότεροι Ελληνες, λόγω της αυξημένης και απαγορευτικής, σε πολλές περιπτώσεις, τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η χρήση, όμως, του τζακιού και της σόμπας δεν είναι απλή υπόθεση, ειδικά για κάποιον που δεν γνωρίζει τα είδη ξύλου που πρέπει να χρησιμοποιήσει αλλά και μικρά μυστικά που θα τον βοηθήσουν να έχει την καλύτερη δυνατή απόδοση.
Τι πρέπει να ξέρετε
«Κατ’ αρχάς πρέπει ο καθένας που ενδιαφέρεται να αγοράσει καυσόξυλα να γνωρίζει πως δεν είναι όλα τα είδη ξύλου κατάλληλα για καύση και πως καθένα απ’ αυτά έχει ορισμένα γνωρίσματα», εξηγεί ο καθηγητής του τμήματος Σχεδιασμού - Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου του ΤΕΙ Λάρισας, Γιώργος Μαντάνης. Αν και τα είδη ξύλου που χρησιμοποιούνται για καύση είναι πολλά, σύμφωνα με τον ίδιο, τα καλύτερα είναι η δρυς, η οξιά, η ελιά και το έλατο. Και τα τέσσερα θεωρούνται ιδανικά για την παραγωγή θερμότητας και ειδικά η ελιά και η βαλανιδιά είναι τα ξύλα που η καύση τους διαρκεί περισσότερο, με αποτέλεσμα να μειώνεται και η ποσότητα ξύλου που απαιτείται για να παραμένει ο χώρος ζεστός.
«Για παράδειγμα, ένα μεγάλο κούτσουρο βαλανιδιάς με διάμετρο 10-15 εκατοστά θα κρατήσει μία με δύο ώρες, όταν άλλα είδη καίγονται σε πολύ λιγότερο χρόνο», αναφέρει ο Γ. Μαντάνης. Βασικό στοιχείο για την επιλογή του καυσόξυλου είναι η θερμαντική αξία κάθε είδους, δηλαδή η θερμική ενέργεια που παράγεται κατά την καύση του. Το έλατο είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη θερμαντική αξία περίπου 4.895 Kcal/Kg και ακολουθούν η οξιά, η βαλανιδιά και η ελιά. Ωστόσο για τα τζάκια η προτιμότερη επιλογή είναι η βαλανιδιά, καθώς η καύση της διαρκεί περισσότερο, λόγω τη μεγάλης πυκνότητας του ξύλου.
Συνδυασμοί ξύλων
Μάλιστα για ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια στην καύση είναι καλό να συνδυάζονται δύο είδη ξύλου, όπως η οξιά με τη βαλανιδιά ή την ελιά, το έλατο με τη βαλανιδιά ή την ελιά, καθώς η οξιά και το έλατο καίγονται πιο γρήγορα και πιο εύκολα «βοηθώντας» έτσι τη βελανιδιά και την ελιά που καίγονται με πολύ αργό ρυθμό.
Σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση της φωτιάς στο τζάκι ή τη σόμπα παίζει το μέγεθος των καυσόξυλων που θα χρησιμοποιηθούν αλλά και η υγρασία τους. Για τον λόγο αυτό είναι προτιμότερο η προμήθεια των καυσόξυλων να ξεκινά το καλοκαίρι μέχρι το αργότερο στα μέσα Σεπτεμβρίου, καθώς αυτήν την περίοδο μπορεί να βρει κάποιος στην αγορά τα καυσόξυλα με τη λιγότερη υγρασία, κάτω από 15%.
Όμως μόνο η αγορά του κατάλληλου ξύλου δεν αρκεί για να τη διατήρηση της θερμότητας στο τζάκι. «Το μυστικό είναι η τοποθέτησή τους στην εστία. Αν τα ξύλα τοποθετούνται κολλητά το ένα με το άλλο, δεν μπορεί να κυκλοφορεί ο αέρας ανάμεσά τους, για να τα τροφοδοτεί με οξυγόνο, που είναι απαραίτητο για την καύση. Γι’ αυτό, τα καυσόξυλα πρέπει να έχουν κενά μεταξύ τους», εξηγεί ο κ. Μαντάνης.
Οι τιμές στα καυσόξυλα ανά τη χώρα έχουν σε αρκετές περιπτώσεις σημαντική διαφορά, καθώς εξαρτώνται τόσο από τη διαθεσιμότητα όσο και από την απόσταση μεταξύ του τόπου παραγωγής και της περιοχής πώλησης. Για παράδειγμα, τα καυσόξυλα βαλανιδιάς σε ένα χωριό της Καρδίτσας μπορεί να πωλούνται προς 70 ευρώ τον τόνο, καθώς είναι τόπος παραγωγής, σε μια κοντινή πόλη προς 100 ευρώ/τόνος, ενώ σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα, η τιμή μπορεί να φτάσει σε ορισμένες περιπτώσεις και τα 200 ευρώ.
Πάντως, κατά κύριο λόγο μια μέση τιμή στα τέσσερα βασικά είδη καυσόξυλου θεωρούνται τα 160 ευρώ/τόνο.
Πηγή: real.gr